Μίκρυναν τα όνειρά μου...
Περιορίστηκαν σε ένα...
Εσένα...

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Μια μέρα θα ’ρθει ο πρίγκιπάς μου.

Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΕ ΣΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ



είναι ένα μοντέρνο, γοητευτικό και εμπνευσμένο μυθιστόρημα που δανείζεται το ύφος των παραμυθιών του παλιού καιρού. 
Το ταξίδι της ζωής, το πέρασμα από την ψευδαίσθηση στην πραγματικότητα, τα όνειρα και τα βάσανα της παιδικής ηλικίας, η ανακάλυψη της προσωπικότητάς μας και των κανόνων της ζωής, είναι μερικά μόνο από τα θέματα που αναπτύσσονται στις σελίδες αυτού του πρωτότυπου βιβλίου.
Μεγαλωμένη από ένα Βασιλιά και μια Βασίλισσα που συνδυάζουν την αυστηρότητα με τη γονεϊκή αγάπη, η γλυκιά και ευγενική πριγκίπισσα Βικτόρια μεγαλώνει με το όνειρο του Γαλάζιου Πρίγκιπα-σωτήρα, όπως τον γνώρισε στα παιδικά της παραμύθια.
Όταν φτάνει η ώρα της "σωτηρίας" όλα μοιάζουν καλά κι ευτυχισμένα, μέχρι που ο "γαλάζιος" πρίγκιπας αρχίζει να ξεθωριάζει και να χάνει τη γοητεία του...
            







Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια χρυσομαλλούσα βασιλοπούλα που την έλεγαν Βικτόρια. 
Η βασιλοπούλα αυτή πίστευε μ’ όλη της την καρδιά ότι τα παραμύθια βγαίνουν αληθινά κι ότι οι πριγκίπισσες ζουν αυτές καλά κι εμείς καλύτερα. 
Πίστευε στη μαγεία των ευχών, στο θρίαμβο του Καλού ενάντια στο Κακό, στη δύναμη της αγάπης να νικάει τα πάντα, και, γενικά, σε φιλοσοφίες καλά θεμελιωμένες στη σοφία των παραμυθιών
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, η βασιλοπούλα, ροδοκόκκινη και ζεστούλα μετά το βραδινό της αφρόλουτρο, χωνόταν μέσα σε χνουδωτά ροζ παπλώματα και στοίβες από πουπουλένια μαξιλάρια, κι άκουγε τα παραμύθια που της διάβαζε η βασίλισσα για ωραίες, λυπημένες κυράδες. 
Στο τέλος, πάντα, η ωραία δεσποσύνη, πότε ρακένδυτη, πότε καταραμένη να κοιμάται για εκατό χρόνια, πότε παγιδευμένη σε κάποιον πύργο, σωζόταν από κάποιον γενναίο και γοητευτικό πρίγκιπα.
Η βασιλοπούλα απολάμβανε κάθε λέξη που της διάβαζε η μητέρα της, και κάθε βράδυ γλιστρούσε στον ύπνο καθώς ύφαινε δικά της, υπέροχα παραμύθια
. «Θα ’ρθει ποτέ ο πρίγκιπάς μου;» ρώτησε ένα βράδυ τη βασίλισσα, με τα γλυκά, κεχριμπαρένια μάτια της όλο απορία κι αθωότητα. 
«Ναι, αγάπη μου» απάντησε η βασίλισσα.
«Μια μέρα...» 
«Και θα ’ν’ ψηλός και δυνατός κι όμορφος και γενναίος;» ρώτησε η βασιλοπούλα
. «Βέβαια! Θα ’χει όλα όσα ονειρεύεσαι, κι ακόμα πιο πολλά. Θα ’ναι το φως της ζωής σου, ο λόγος της ύπαρξής σου. Έτσι είναι γραφτό να γίνει.»
«Και θα ζήσουμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα, όπως στα παραμύθια;» ρώτησε μ’ ένα ύφος ονειροπόλο, γέρνοντας το κεφάλι πάνω στα πλεγμένα της δάχτυλα. 
Η βασίλισσα πέρασε το χέρι της απαλά πάνω απ’ τα μαλλιά τής βασιλοπούλας και τα χάιδεψε με αργές, μαλακές κινήσεις.
«Ακριβώς όπως στα παραμύθια» απάντησε, «τώρα, όμως, είναι ώρα για ύπνο.» 
Φίλησε απαλά τη βασιλοπούλα στο μέτωπο, κι ύστερα βγήκε απ’ το δωμάτιο, κλείνοντας σιγανά πίσω της την πόρτα.



«Μπορείς να βγεις τώρα – δεν υπάρχει κίνδυνος» ψιθύρισε η βασιλοπούλα.
Έσκυψε κάτω απ’ το κρεβάτι της και ανασήκωσε το στρώμα. 
«Έλα, αγόρι μου!»
Ο Τίμοθι Βάντενμπεργκ ο Τρίτος έδωσε ένα σάλτο κι έπιασε τη συνηθισμένη του θέση δίπλα της. 
Δεν έμοιαζε καθόλου με Τίμοθι Βάντενμπεργκ Τρίτο. 
Πιο πολύ έμοιαζε με τσοπανόσκυλο.
Όμως, η βασιλοπούλα τον αγαπούσε σαν να ’ταν ο βασιλικότερος σκύλος του κόσμου.
Τον αγκάλιασε χαρούμενη. Ευχαριστημένοι, αποκοιμήθηκαν κι οι δυο
. Συχνά, η βασιλοπούλα έβαζε την πούδρα της βασίλισσας από βότανα και το βραδινό της φόρεμα με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια τού χορού που της θύμιζαν τα γυάλινα γοβάκια του παραμυθιού. 
Σηκώνοντας τους εντυπωσιακούς ποδόγυρους για να μην ακουμπήσουν στο πάτωμα, περπατούσε χαριτωμένα μέσα στο δωμάτιο ανοιγοκλείνοντας ντροπαλά τις βλεφαρίδες της, αναστενάζοντας σεμνά και λέγοντας:
«Το ’ξερα πως θα ’ρχόσουν, πρίγκιπα μου» και: «Μα βέβαια! Τιμή μου να γίνω γυναίκα σου!» 
Κατόπιν, έπαιζε τις σκηνές απ’ τ’ αγαπημένα της παραμύθια όπου σωζόταν η πριγκίπισσα, έχοντας μάθει τα λόγια απ’ έξω.
Η βασιλοπούλα προετοιμαζόταν πυρετωδώς για τη μέρα που θα ’ρχόταν ο πρίγκιπας της, και δε βαριόταν ποτέ να παίζει το ρόλο της.
Έτσι, έγινε πολύ καλή στο ν’ ανοιγοκλείνει τις βλεφαρίδες της, ν’ αναστενάζει και να δέχεται προτάσεις γάμου. 
Το βράδυ των έβδομων γενεθλίων της, αφού η πριγκίπισσα έκανε τη μυστική της ευχή κι έσβησε τα κεράκια της σοκολατένιας τούρτας της, η βασίλισσα σηκώθηκε και την πλησίασε, κρατώντας ένα δέμα τυλιγμένο φανταχτερά.
«Ο πατέρας σου κι εγώ πιστεύουμε ότι είσαι πια αρκετά μεγάλη για να εκτιμήσεις αυτό το ξεχωριστό δώρο. 
Πηγαίνει από μητέρα σε κόρη εδώ και πολλές γενιές. Ήμουν ακριβώς στην ηλικία σου όταν μου το ’δωσε η μητέρα μου στα γενέθλιά μου. Κι ελπίζουμε, μια μέρα, να το δώσεις κι εσύ στη δική σου κόρη.» Η βασίλισσα απίθωσε το δέμα πάνω στα απλωμένα χέρια της κόρης της. 
Η βασιλοπούλα φλεγόταν από ανυπομονησία, αλλά, όπως το συνήθιζε, έλυσε το φιόγκο και ξετύλιξε την κορδέλα αργά αργά, για να τα προσθέσει άθικτα στη συλλογή της. 
Ύστερα, με αργές κινήσεις, προσέχοντας μη σκίσει το χαρτί περιτυλίγματος, έβγαλε ένα παλιό μουσικό κουτί, πάνω στο οποίο δύο κομψά αγαλματάκια παρίσταναν ένα ζευγάρι που χορεύει βαλς.
«Κοιτάξτε!» φώναξε, ακουμπώντας απαλά τ’ αγαλματάκια με τις άκρες των δακτύλων της.
«Μια ωραία δεσποσύνη και ο πρίγκιπας της!» 
«Κούρδισε το, πριγκίπισσα» είπε ο βασιλιάς. 
Εκείνη γύρισε πολύ προσεκτικά το κλειδάκι. 
Αμέσως πήρε ν’ ακούγεται η γλυκιά μελωδία του τραγουδιού:
Μια μέρα θα ’ρθει ο πρίγκιπας μου, και το κομψό ζευγάρι άρχισε να στροβιλίζεται. 
«Αχ, το αγαπημένο μου τραγούδι!» φώναξε η βασιλοπούλα.
Η βασίλισσα καταχάρηκε. «Είναι σαν να σου μιλάει για το μέλλον σου... σαν να σου λέει πώς θα ’ναι...» «Μ’ αρέσει πολύ!» είπε η βασιλοπούλα, ζαλισμένη από τη μουσική και τ’ αγαλματάκια που χόρευαν. «Σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ!» 

Εκείνο το βράδυ, η Βικτόρια δεν έβλεπε την ώρα ν’ ανέβει στο δωμάτιό της για να παίξει μόνη με το μουσικό κουτί, να κάνει σχέδια και να ονειρευτεί με τη Βίκι – την αόρατη καλύτερη φιλενάδα της, που ο βασιλιάς και η βασίλισσα επέμεναν ότι ήταν φανταστική.

«Κάνε γρήγορα, Βικτόρια!» είπε με λαχτάρα
η Βίκυ  μόλις έκλεισε η πόρτα του δωματίου. «Άνοιξέ το!» «Κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ» απάντησε η Βικτόρια, βάζοντας το μουσικό κουτί πάνω στην τουαλέτα της και γυρνώντας το κλειδί.

Η Βίκυ άρχισε να σιγοτραγουδάει καθώς η μελωδία τού Μια μέρα θα ’ρθει ο πρίγκιπας  μου πλημμύριζε το δωμάτιο.

«Έλα, Βικτόρια, θέλω να χορέψω!» 
«Δεν ξέρω αν κάνει... Νομίζω...»
«Πολλά νομίζεις. Έλα.» 
Η βασιλοπούλα πήγε και στάθηκε μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη που ήταν στη γωνία της ροζ και άσπρης κρεβατοκάμαρας της.
Κάθε φορά που κοιταζόταν σ’ αυτόν τον καθρέφτη, το είδωλό της την έκανε να νιώθει τόσο όμορφη, που ήθελε να χορέψει.
Ειδικά τώρα, με τη μουσική, δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί, κι έπιασε να χορεύει με μια χάρη και μια ζωηράδα που θαρρείς κι έβγαιναν από κάπου μέσα της, βαθιά.
Μαζί της χόρευε κι ο Τίμοθι Βάντενμπεργκ ο Τρίτος, αν μπορούμε να πούμε «χορό» το ότι στριφογύριζε ασταμάτητα.
Όταν ήρθε η καμαριέρα των επάνω ορόφων για να φτιάξει το κρεβάτι, έμεινε να καμαρώνει τον χαρούμενο χορό της βασιλοπούλας, κι έκανε πολύ περισσότερη ώρα να τελειώσει απ’ ό,τι συνήθως. Ξαφνικά, εμφανίστηκε στην πόρτα η βασίλισσα. 
Η καμαριέρα ταράχτηκε που η βασίλισσα την είχε πιάσει να χαζεύει τη βασιλοπούλα αντί να κάνει τη δουλειά της.
Ο Τίμοθι, που είχε αμέσως διαισθανθεί την παρουσία της βασίλισσας, έτρεξε και κρύφτηκε κάτω απ’ το κρεβάτι.
Όμως, η βασιλοπούλα ήταν τόσο απορροφημένη στο χορό της, που δεν πρόσεξε τη βασίλισσα, ώσπου την άκουσε να διατάζει την καμαριέρα να φύγει.
  Κοκάλωσεστη μέση μιας απ’ τις καλύτερες στροφές της.
«Τι ντροπή, Βικτόρια!» είπε η βασίλισσα. «Πώς μπόρεσες να κάνεις κάτι τόσο αναξιοπρεπές;»
Η βασιλοπούλα ένιωσε ταπεινωμένη. Πώς γίνεται, αναρωτήθηκε, κάτι που την έκανε να αισθάνεται τόσο ωραία, να ’ναι ταυτόχρονα τόσο κακό;
«Αν θέλεις να χορεύεις» είπε η βασίλισσα, «καλύτερα να μάθεις να το κάνεις σωστά.
Η Βασιλική Ακαδημία Παραστατικών Τεχνών διαθέτει έξοχους δασκάλους μπαλέτου.
Αυτή είναι μια ενασχόληση που αρμόζει σε μια πριγκίπισσα πολύ περισσότερο απ’ το να χοροπηδάει, κουνώντας πέρα-δώθε τα χέρια σαν ένας ταπεινός, κοινός θνητός – και μάλιστα, μπροστά σ’ έναν κοινό θνητό!»


Εκείνη τη στιγμή, η βασιλοπούλα ορκίστηκε από μέσα της πως ποτέ ξανά, όσο ζούσε, δε θα χόρευε μπροστά σε κάποιον το Μια μέρα θα ’ρθει ο πρίγκιπας μου, με μια εξαίρεση: τον Τίμοθι.
Ο Τίμοθι, βέβαια, ήταν άλλο πράγμα.
Από τότε που η πριγκίπισσα τον βρήκε πεινασμένο κι αδέσποτο να περιπλανιέται γύρω απ’ το παλάτι, του είχε εμπιστευθεί πολλά προσωπικά της πράγματα, κι εκείνος της ανταπέδιδε την αγάπη της, την αγαπούσε – όχι σαν κάτι άλλους που ήξερε... 
Η βασίλισσα ηρέμησε κι έμεινε για το βραδινό αφρόλουτρο της κόρης της. Βοήθησε τη βασιλοπούλα να φορέσει το λιλά νυχτικό της με τα φουσκωτά μανίκια, κι ύστερα κάθισε δίπλα της, πάνω στο κρεβάτι της με την άσπρη δαντελένια κουνουπιέρα.
Πήρε από το κομοδίνο το βιβλίο με τα παραμύθια κι άρχισε να διαβάζει δυνατά. 
Η βασιλοπούλα δεν άργησε να βρεθεί γι’ άλλη μια φορά στον μαγικό κόσμο των παραμυθιών.

Το στομάχι της ηρέμησε, και το λυπηρό περιστατικό χάθηκε ολότελα από το μυαλό της.



                                                                                                       ΓΚΡΑΝΤ ΜΑΡΣΙΑ
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


dark.gif

 Μην μιλάς για αγάπες που πεθάναν.
Μην ζητάς έρωτες που έχουν ήδη σβήσει.
Μην αναζητάς πάθη που,ίσως,ποτέ δεν υπήρξαν.
Μην με ψάχνεις.
Με σκότωσες εκείνη την νυχτιά, που το φεγγάρι έκλαιγε στο πλάι μου και ο ουρανός, μαυροφορεμένος, με έθαβε με όσα αστέρια είχαν απομείνει.
 Δεν θυμάσαι?
Εκεί ήσουν...με δυο ρόδα στο ένα χέρι, σάπια.. ..από ψέματα και υποσχέσεις της στιγμής.
Στο άλλο χέρι κρατούσες ένα μαχαίρι. Δεν θυμάσαι?
Με αυτό το μαχαίρι κομμάτιασες τα όνειρα μου..
Δεν θυμάσαι?
Ακόμη υπάρχουν κάποια κομμάτια, σκορπισμένα στο χαλί εκείνο, που μου έπιανες το χέρι μου έλεγες πως θα ταξιδεύουμε μαζί στον ουρανό και στον χρόνο.
Κάποια τα μάζεψα σιγά-σιγά και κάπου στην διαδρομή, αναστήθηκα..
Μην με ψάχνεις.
Έφυγα.
ΦΑΝΗ Π.

Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους

Τα δίνουν - τάχα χαιρετώντας - σ' άλλους

Τ' αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες

Ή - το χειρότερο -

τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε

Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα

Ένα σωρό ποιήματα άγραφα








Σ' αγαπώ μα δε χωράει πουθενά να σου το γράψω


θα στο πω κι ύστερα άλλο να μιλώ θα πάψω.




7 Μαΐου 2007 .Πηγή Καφετζοπούλου.

Aφού εγώ νιώθω πως είσαι εδώ, πρέπει κι εσύ να μη νιώθεις ότι λείπω. ...
Φεγγάρια είμαστε...
κομμένα στα δυο
Γεννάμε θολό φως... παγωμένες ψυχές κουβαλάμε
Ο χρόνος σταμάτησε σε μια λάθος λέξη...
Τα φιλιά δεν αφήνουν πια σημάδια
Η μοναξιά ξεκίνησε το ταξίδι της
στα γκρίζα μονοπάτια που της φτιάξαμε...
Κι εσύ ακόμα σιγοψιθυρίζεις κάποιους στίχους
που δεν έγραψα για σένα...
Χρήστος Καριώτης.
Φεύγω και σε παίρνω μαζί μου.
Θα θυμάμαι πάντα τα βουρκωμένα τούτη την ώρα μάτια σου, το θλιμμένο βλέμμα σου.
Ποιός ξέρει τι είναι αυτό που αποφασίζει τώρα για λογαριασμό μου!
Φεύγω, αλλά να ξέρεις θα σε αγαπώ πάντα.
Όταν βραδιάζει εκεί που πάω, το φεγγάρι θα'ρχεται προς εσένα...
κι εγώ, κάθε βράδυ θα το ακολουθώ...
Θα παίρνω το δρόμο του φεγγαριού και θα πέφτω στην αγκαλιά σου...
Ό. Αβρααμίδης

Κάποια ερωτεύτηκε τον κηπουρό των άστρων και δεν μπορεί να ζήσει πια χωρίς αυτόν.
Μαζί του όμως να σμίξει δεν είναι δυνατόν.
Τεράστια η απόσταση που τους χωρίζει.
Η μοίρα της ορίζει να μην τον δει ποτέ.
Στη γη ξαπλώνει, παραδίνεται ανάσκελα στη γύρη των ουράνιων λουλουδιών
και
άγρια χαράματα, χαράζει στο χαρτί τούτο το μήνυμα:
Γύρνα ξανά σε μένα, νύχτα μου, τυφλός θα μείνω δίχως το σκοτάδι σου.
Αργύρη Χιόνη

Tα τραγούδια δεν είναι άνθρωποι, αλλά θεία πλάσματα.
Αγαπήστε με τους λες και σ' αγαπάνε.