Όταν ήμουν μικρή, κάθε φορά που γύριζα από το σχολείο, δαρμένη, πληγωμένη, με λυμένη τη ζώνη της ποδιάς και την καρδιά κομμάτια από άσπονδη φίλη, η μάνα μου έλεγε «δείξε ανωτερότητα».
Δεν είχε σημασία αν το δίκιο μου ήταν βουνό, αν ήμουν εγώ η αδικημένη.Η μάνα μου τόνιζε «Δείξε ανωτερότητα. Μην κάνεις καυγάδες και υστερίες, δεν κερδίζεις τίποτα».
Αυτή η «ανωτερότητα» με την οποία μπολιάστηκα από μικρή, με ακολούθησε στη ζωή μου πιστή σαν σκύλος, σε όλες τις σχέσεις μου.
Ό,τι και να μου έκανες, είτε με πρόσβαλες, είτε με έβριζες, είτε μου την έφερνες, έκανα πως δεν καταλάβαινα, δεν μιλούσα, δεν κρατούσα κακίες, δεν περνούσα στην επίθεση. Απλά απομακρυνόμουν με μια στωικότητα, με μια σιωπή οσιομάρτυρα που – το παραδέχομαι - με ερέθιζε ψυχολογικά.
Ο άλλος μου πέταγε το μπαλάκι, σαν να μου έλεγε «έλα να σφαχτούμε» κι εγώ το άφηνα να κυλήσει στο πάτωμα και έφευγα από το γήπεδο.
Το μήνυμα που -υποτίθεται - ήθελα να στείλω, ήταν πως δεν ασχολούμαι με ποταπά, καθημερινά, δεν φθείρομαι με καυγάδες, είμαι ανώτερη, μεγαλόψυχη και άμα λάχει σε συγχωρώ κιόλας, έτσι για να μάθεις.
Ωστόσο οι άλλοι, λάμβαναν το μήνυμα μιας άτακτης υποχώρησης, μιας μη περιχαράκωσης των προσωπικών μου ορίων.
Ήμουν ένα ξέφραγο αμπέλι, έτοιμο για καταπάτηση. Ουσιαστικά, αυτό που έκανα ήταν να παραιτούμαι από τη δύναμή μου.
Μέχρι που ήρθε ο μεγάλος έρωτας.
Εκεί πια, τα έδωσα όλα. Έμεινα οικιοθελώς ακάλυπτη. Εκτεθειμένη. Ένας κινούμενος στόχος που έλεγε «χτύπα εδώ».
Ποιος μου έφταιγε; Όταν αφήσεις το πορτοφόλι σου με τα λεφτά να ξεχειλίζουν στο τραπέζι ενός εστιατορίου και φύγεις, πόσους κλέφτες δημιουργείς;
Έζησα όλα τα ψυχολογικά δεινά που μπορείς να ζήσεις σε μια κακή σχέση, κρατώντας την ανωτερότητα ως σημαία.
Έβλεπα τα λάθη και τα έκανα γαργάρα, ήμουν πάντα πρόθυμη να συμβιβαστώ, να συγχωρήσω, να καταλάβω και να κάνω τα πάντα εκτός από καυγάδες, μέχρι που έβγαλα τα πρώτα ψυχοσωματικά.
Πόδια και χέρια, γέμισαν κόκκινες στάμπες. Πήγα σε δερματολόγο ο οποίος με ρώτησε διακριτικά «τι σταυρό κουβαλάω» και μετά σε ψυχολόγο.
Δύο χρόνια είχα γίνει ένα με τον καναπέ της, για να καταλάβω πως η «ανωτερότητα» είναι ένα είδος παθητικής επίθεσης προς τον εαυτό μου.
Γιατί, δεν γίνεται να θες να νιώσεις καλύτερος από τον εσφαλμένο.
Δεν είναι νορμάλ να σε προσβάλλει/προδίδει/απατά ο άλλος και να μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να σκεφτεί το πλέον ανθρώπινο «Θέλω να σε δω να σέρνεσαι», που υπογραμμίζει και ο Ρουβάς.
Οι ΜΕΝ και οι ΖΕΝ - Έλενα Καραμίχαλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου