Και όλα αυτά τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν ολημερίς με θαυμασμό τον ήλιο.
Όταν ο ήλιος ήταν από εκεί, γύριζαν από εκεί.
Όταν ο ήλιος ήταν από εδώ, γυρνούσαν από εδώ.
Εκτός από ένα.
Ένα μόνο ηλιοτρόπιο απ` όλα τα ηλιοτρόπια του κάμπου δεν κοίταζε τον ήλιο.
Όταν ο ήλιος ήταν από εδώ, το ηλιοτρόπιο αυτό, κοιτούσε από εκεί.
Όταν ο ήλιος ήταν από εκεί το ηλιοτρόπιο κοιτούσε από εδώ.
- «Μα γιατί δεν κοιτάς κι εσύ τον ήλιο τον ακριβοθώρητο, όπως εμείς;», ρωτούσαν τα άλλα ηλιοτρόπια απορημένα.
- «Και γιατί να τον κοιτώ;»
- «Επειδή είναι χρυσός, επειδή λάμπει κι ανασαίνει φως.»
- «Ε και λοιπόν; Χαρά στο πράγμα Ανασαίνει φως και κάτι έγινε.»
- «Τι θες να πεις, δεν σ` αρέσει δηλαδή;»
- «Καλός είναι, δεν λέω. Αλλά όχι και να τον θαυμάζει κανείς από το πρωί ίσα με το βράδυ.
Αλήθεια δεν μπορώ να καταλάβω τι του βρίσκετε και τον κοιτάτε σαν χαζά μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει.»
«Δεν είναι στα καλά του», σκεφτόταν τα άλλα ηλιοτρόπια.
«Ακούς εκεί να μη θέλει να κοιτάζει τον ήλιο».
Και περνούσαν οι μέρες, και όλα τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν τον ήλιο εκτός από εκείνο το ηλιοτρόπιο το ένα που κοιτούσε πάντα από την αντίθετη πλευρά.
- «Δε μου λες; Γιατί δε με κοιτάς;»
- «Άσε με ήσυχο.», είπε το ηλιοτρόπιο
- «Πες μου γιατί δεν με κοιτάς;»
- «Θέλεις αλήθεια να σου πω;»
- «Ναι»
- «Επειδή θέλω να βγαίνεις μόνο για μένα, μόνο για μένα να γελάς, να λάμπεις μόνο για μένα, εμένα μόνο να ζεσταίνεις, είπε το ηλιοτρόπιο.
Αν έβγαινες μόνο για μένα τότε ναι θα σε κοιτούσα.»
- «Μα δε γίνεται αυτό», αποκρίθηκε ο ήλιος. «Δεν γίνεται να βγαίνω μόνο για σένα, να γελάω μόνο για σένα, εσένα μόνο να ζεσταίνω, δε γίνεται.»
- «Τότε κι εγώ δε θα σε κοιτάω.»
- «Μα πρέπει μικρό ηλιοτρόπιο. Θα μαραθείς αν δε με κοιτάς;»
- «Και τι σε νοιάζει εσένα αν μαραθώ. Παράτα με», είπε το ηλιοτρόπιο.
Δεν μίλησε ο ήλιος και το ηλιοτρόπιο κοιτούσε με πείσμα από την άλλη την μεριά.
Και περνούσαν οι μέρες και άρχισε να χλομιάζει το ηλιοτρόπιο.
«Είδατε;» Ψιθύριζαν τα άλλα ηλιοτρόπια μεταξύ τους.
«Δεν κοιτάζει τον ήλιο και ορίστε, ιδού τα αποτελέσματα.
Δεν το βλέπω καθόλου καλά. Να μου το θυμηθείτε έτσι όπως πάει, αργά ή γρήγορα θα μαραθεί».
Είχε δίκιο. Κάθε μέρα που περνούσε το ηλιοτρόπιο γινόταν όλο και πιο χλωμό.
Ο μίσχος, τα πέταλα του μαραινόταν, αλλά ούτε που γυρνούσε να κοιτάξει τον βασιλιά ήλιο. Παραξενεμένα τα άλλα ηλιοτρόπιο το άκουγαν να μιλάει μόνο του:
«Φύγε, έλεγε δεν θέλω να σε βλέπω φύγε.»
Ώσπου ένα βράδυ, το τελευταίο εκείνο βράδυ, όταν όλα τα άλλα ηλιοτρόπια είχαν αποκοιμηθεί, μέσα στη νύχτα, μέσα στη σιωπή, πρόβαλε ο ήλιος.
Πρώτη φορά έβγαινε το βράδυ. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο.
Βγήκε και έδιωξε το σκοτάδι και πλημμύρισε με ένα χρυσαφένιο φως, μαγευτικό φως το όνειρο του.
- «Ήρθες;», είπε το ηλιοτρόπιο.
- «Ήρθα», είπε ο ήλιος.
- «Μόνο για μένα;»
- «Μόνο για σένα», αποκρίθηκε ο ήλιος, «έλα».
Ένιωσε ανάλαφρο το ηλιοτρόπιο. Τόσο ανάλαφρο σαν να μη το έδενε η ρίζα του στο χώμα.
Λες κι έγιναν φτερά τα φύλα του αφέθηκε να ανεβαίνει. Κι ανέβαινε, όλο ανέβαινε.
Ήταν τόσο μαγευτικός ο ουρανός, τόσο φωτεινός ο ουρανός, δε γίνεται πιο φωτεινός, κι έφτασε κοντά στον ήλιο.
Κι από εκεί ψηλά, είδε όλες τις θάλασσες κι όλα τα λιβάδια, είδε λίμνες είδε λειμώνες είδε δάση είδε ροδώνες και χώρες μαγικές και κόρφους μυστικούς και νησιά που ταξίδευαν στο κύμα, και πράσινα ποτάμια που στραφτάριζαν κι ολόλευκα πουλιά πάνω από τα βουνά τα ασημένια.
- «Έλα κοντά μου», είπε ο ήλιος
Το ηλιοτρόπιο πήγε κοντά
- «Πιο κοντά», είπε ο ήλιος
Το ηλιοτρόπιο πήγε πιο κοντά
- «Κοίτα με», είπε ο ήλιος, «κοίτα με ηλιοτρόπιο. Εσένα μόνο»,
είπε ο ήλιος και το άγγιξε με την ανάσα του.
Κι ένιωσε την ανάσα εκείνη να το καίει σαν πυρετός, σα φλόγα να το αγκαλιάζει, σαν αστραπή θαμπωτική να το πονά κι ήταν όλα ένα χρυσάφι μέσα του ολόγυρά του.
Φλόγα θαμπωτική ο ουρανός απ’ άκρη σ’ άκρη.
Κι ένιωσε τα φυλλοκάρδια του να ανοίγουν, να γλιστράν,
να σκορπάν τα σπόρια να πέφτουν δάκρυα και βροχή στις θάλασσες του κόσμου κι όπως άγγιζαν τον αφρό όπως άγγιζαν το κύμα σπίθες χρυσές να αναπηδούν, μυριάδες ηλιοτρόπια να βλασταίνουν στη στιγμή, κύματα κι άλλα κύματα από άλλα ηλιοτρόπια χρυσά, ήλιοι λουλουδένιοι, που στραφτάριζαν ονειρικά, θάλασσες απέραντες χωρίς αρχή και τέλος.
Είχε συννεφιά το άλλο πρωί.
Δεν βγήκε την μέρα εκείνη ο ήλιος.
Κατασκότεινος ο ουρανός λες να ήταν βουρκωμένος.
Το ηλιοτρόπιο έγειρε στον ίσκιο του ξερό καψαλισμένο, δίχως δροσιά, χωρίς πνοή ανάμεσα στα δροσάτα ηλιοτρόπια του κάμπου.
- «Τα θελε και τα πάθε», είπε ένα ηλιοτρόπιο
- «Πήγαινε γυρεύοντας», είπε ένα άλλο
Έτσι είπαν.
Έτσι είπαν και το λυπήθηκαν.
Το λυπήθηκαν επειδή κανένα τους δε μάντεψε πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του,
κανένας δεν έμαθε ποτέ το τελευταίο όνειρο του.
Ευγένιος Τριβιζάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου